- θυμηγερέων
- θῡμ-ηγερέων, ([etym.] θυμός, ἀγείρω)A gathering breath, collecting oneself, Od. 7.283.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυμηγερέων — θῡμηγερέων , θυμηγερέων gathering breath pres part act masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμηγερώ — θυμηγερῶ, έω (Α) συνέρχομαι, επιστρατεύω τις ψυχικές δυνάμεις μου, εμψυχώνομαι, ξαναβρίσκω το θάρρος μου («ἐκ δ ἔπεσον θυμηγερέων» βγήκα έξω στην ακτή συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις μου, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αγείρω] … Dictionary of Greek